- χάσικος
- -η, -ο(λ. τουρκ.), καθαρός, εκλεχτός, άσπρος: Φτιάχνει χάσικο ψωμί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χάσικος — η, ο, Ν 1. (κυρίως για ψωμί) λευκός, καθαρός, εκλεκτός 2. το ουδ. ως ουσ. το χάσικο λευκό ψωμί από εκλεκτό σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. has] … Dictionary of Greek